- μειωτικως
- μειωτικῶςпутем уменьшения
(αὐξητικῶς ἢ μ. Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αὐξητικῶς ἢ μ. Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μειωτικῶς — μειωτικός lowering adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειωτικός — ή, ό (Α μειωτικός, ή, όν) [μειωτός] 1. αυτός που επιφέρει μείωση 2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός αρχ. 1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή 2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή. επίρρ... μειωτικώς (Α μειωτικῶς) με μειωτικό… … Dictionary of Greek